Η τραγωδία «Οιδίπους επί Κολωνώ» είναι το τελευταίο έργο του Σοφοκλή. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πέντε χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή και πραγματεύεται το τέλος του Οιδίποδα, άλλοτε κραταιού βασιλιά της Θήβας.
Ο Οιδίποδας, γέροντας πια, τυφλός και εξόριστος, φτάνει μετά από μακρά περιπλάνηση στον Αθηναϊκό δήμο του Ίππιου Κολωνού, οδηγούμενος από τη μια του κόρη, την Αντιγόνη. Κάθεται σ' ένα βράχο μέσα στο ιερό άλσος των Ευμενίδων, αλλά κάποιος κάτοικος του Κολωνού τον ανακαλύπτει και του ζητά να φύγει γιατί ο χώρος όπου κάθεται είναι ιερός και άβατος. Ο Οιδίποδας αρνείται γιατί σύμφωνα με τον χρησμό, αυτό το μέρος θα είναι ο τόπος της τελικής του ανάπαυσης.
Ο κάτοικος του Κολωνού καλεί τους γέροντες του τόπου να αποφασίσουν. Εκείνοι συμπονούν τον γέροντα ικέτη, αλλά μόλις μαθαίνουν το όνομά του, τρομοκρατούνται και τον διατάζουν να φύγει αμέσως απ’ τη χώρα τους. Ο Οιδίποδας επικαλείται την Αθηναϊκή φιλοξενία και ζητά να δει τον Θησέα, τον βασιλιά της Αθήνας, διότι έχει να του προσφέρει μεγάλο δώρο για την πόλη του. Στο μεταξύ, έρχεται αναπάντεχα η Ισμήνη, η άλλη κόρη του Οιδίποδα, μεταφέροντας τα νέα απ’ τη Θήβα: Οι γιοί του Οιδίποδα ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, βρίσκονται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, διεκδικώντας ο καθένας για τον εαυτό του, τον θρόνο και την εξουσία. Επιπλέον, ένας νέος χρησμός ορίζει πως όποιος έχει με το μέρος του τον Οιδίποδα, νεκρό ή ζωντανό, αυτός κερδίζει. Καταφτάνει ο Θησέας και ο Οιδίποδας του ζητά προστασία για όσο ζει καθώς και να ταφεί στο χώμα της Αθήνας όταν έρθει το τέλος της ζωής του. Ο Θησέας τιμώντας τον Οιδίποδα, δεσμεύεται και για τα δύο και τον διαβεβαιώνει ότι είναι ασφαλής.
Στη σκηνή εισβάλλει ο Κρέοντας, ανακοινώνοντας ότι έρχεται εκ μέρους όλων των Θηβαίων, για να πείσει τον Οιδίποδα να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του, τη Θήβα. Όταν βλέπει πως τα λόγια του δεν πείθουν αλλά αντίθετα εξοργίζουν τον Οιδίποδα, ο Κρέοντας, για να πετύχει το σκοπό του, καταφεύγει στη βία...
Σκηνοθετικό σημείωμα
Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,
γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης
πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του
ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.
Το αγγελικό και μαύρο φως, όπως γράφει στο τελευταίο μέρος της «Κίχλης» ο Σεφέρης, είναι αυτό που «βλέπει» ο τυφλός Οιδίποδας, ο γέροντας ικέτης. Είναι η συντριβή και η δικαίωσή του μαζί, το μετέωρο πέρασμά του στον άλλο τόπο, τις αόρατες πλάκες του άλσους των Ευμενίδων, που θα τον υποδεχτούν και θα τον καταπιούν. Η παράσταση φέρνει στο προσκήνιο τη διφορούμενη εκκρεμότητα του τέλους ενός ήρωα σημαδεμένου από τη μοίρα. Πώς μπορεί να μεταφραστεί σκηνικά αυτός ο μετεωρισμός ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο, ανάμεσα στην αποδοχή της μοίρας και στην άρνησή της; Ο λόγος του Σοφοκλή, ο λόγος στα χείλη των ηρώων του, του Οιδίποδα, του Θησέα, της Αντιγόνης, της Ισμήνης, του Πολυνείκη, του Κρέοντα, δεν επιδέχεται κανέναν οριστικό διαχωρισμό του καλού απ’ το κακό, του ιερού απ’ το βλάσφημο. Αυτός ο λόγος, μέσα από τη μουσική των σωμάτων, γίνεται ένας τόπος αιώνιος, ο αιώνιος χρησμός. Αυτόν τον λόγο και τη βαθιά ποιητική, χρησμική του δύναμη, ζητά να απελευθερώσει αυτή η παράσταση.
Γιώργος Σκεύας
Συντελεστές
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη, Θάνος Τσακνάκης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Σκεύας
Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Σκεύας, Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Λίλη Πεζανού
Μουσική: Σήμη Τσιλαλή
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Κίνηση: Damiano Ottavio Bigi
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Τρέιλερ: Μιχαήλ Μαυρομούστακος
Social Media: Renegade
Νομικός Σύμβουλος: Φιλιώ Καστραντά
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης
Βοηθός ενδυματολόγου: Χάρης Σουλιώτης
Βοηθοί Παραγωγής: Βαγγέλης Βογιατζής, Ξένια Καλαντζή
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Διανομή
Δημήτρης Καταλειφός, Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, Αγγελική Παπαθεμελή, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μάξιμος Μουμούρης, Χρήστος Σαπουντζής, Γιώργος Νούσης κ.ά.