(ΓΑΛΛΙΑ, 2011, έγχρωμη, 90')
Υπόθεση:
Παρόλο που έχει χάσει τη δουλειά του πρόσφατα, ο Michel ζει ευτυχισμένος με την γυναίκα του Marie-Claire. Το ζευγάρι είναι ερωτευμένο για πάνω από τριάντα χρόνια. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους τους δίνουν χαρά, όπως και οι καλοί φίλοι που τους περιβάλλουν. Είναι και οι δύο περήφανοι για τους πολιτικοποιημένους αγώνες και τις ηθικές αξίες τους. Όμως, αυτή η ευτυχία θα διαταραχθεί από δύο οπλισμένους νεαρούς που θα τους επιτεθούν βίαια και θα αρπάξουν τα χρήματα που τους δώρισαν οι φίλοι τους για ένα ταξίδι στο Κιλιμάντζαρο. Το σοκ γίνεται μεγαλύτερο όταν ανακαλύπτουν ότι την επίθεση την είχε οργανώσει ο Christophe, ένας πρώην συνάδελφος του Michel, που απολύθηκε την ίδια μέρα με εκείνον. Τα πράγματα μπλέκουν κι άλλο, αφού ο Christophe μεγαλώνει μόνος του τα δύο μικρά αδέρφια του.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Robert Guédiguian
Σενάριο: Jean-Louis Milesi, Robert Guédiguian
Παραγωγή: Robert Guédiguian
Φωτογραφία: Pierre Milon (Afc)
Μοντάζ: Bernard Sasia
Κοστούμια: Juliette Chanaud
Πρωταγωνιστούν: Ariane Ascaride, Jean-Pierre Darroussin, Gérard Meylan,
Maryline Canto, Grégoire Leprince-Ringuet
“Η γειτόνισσά μας πέθανε εψές. Θα ’ταν σαν έλειπες.
Άφησε πίσω δυο μικρά, μωρά παιδιά, ευάλωτα.
Γουίλιαμ και Μαντελίν.
Το ένα απλά τραυλίζει, το άλλο μόλις που βαδίζει.”
Ο άνδρας έδειχνε βαρύς και στη γωνιά διωγμένος
Το γούνινο μπερέ του, στη θάλασσα και τη βροχή λουσμένο,
Πιάνοντας το κεφάλι, μουρμούρισε δειλά – τι τέλος!
“Έχουμε πέντε παιδιά, μ’ αυτό επτά” είπε αυτός.
“Και ήδη με αναβροχιά θα κοιμηθούμε
Χωρίς τροφή πολλές φορές το δίχως άλλο. Και το λοιπόν;
Δε φταίω εγώ. Μπορούνε και ατυχίες να συμβούνε.
Θα ’ταν επιθυμία του καλού Θεού. Τι να πω.
(…)
Σύρε και φέρ’ τα, γυναίκα. Θα φοβηθούν πολύ
αν με νεκρούς ξυπνήσουν μόνο.
Ήταν η μάνα τους που χτύπησε την πόρτα ,
Πρέπει να έρθουνε κοντά μας τα μικρά.
Αδέρφια θα γενούν για τα παιδιά μας,
Και στην αγκάλη μου θα μένουν στα ζεστά.
Μόλις στο σπίτι μας τους ξένους τούτους δει,
Ο Θεός θα δώσει άλλη τόση πια τροφή.
Θα κοπιάσω. Κρασί άλλο δε θα πιω-
Σύρε και φέρ’ τα. Γιατί διστάζεις, αγαπημένη;
Έτσι καμώνεσαι να προχωράς εσύ;
Κι εκείνη έκανε στην άκρη για να πει “Ήρθαν οι ξένοι!”
Βίκτωρ Ουγκώ, “Καλοί που είν’οι φτωχοί» (Les Pauvres Gens)
(Απόδοση: Ντέση Βερβενιώτου)
«Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» αφηγούνται μια συγκινητική ιστορία συλλογικότητας με αφορμή ένα ταξίδι στην Τανζανία που δεν θα γίνει ποτέ. Βαθιά αισιόδοξη και έντονα πολιτικοποιημένη η νέα ταινία του Γαλλοαρμένιου Robert Guédiguian ξεκινάει με είκοσι απολύσεις για να καταλήξει στον ορισμό της αλληλεγγύης. Χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού αλλά με πίστη στη δύναμη των ενωμένων ανθρώπων, το νήμα της ιστορίας μπερδεύει γλυκά τους ήρωες σε ένα ηλιόλουστο και καλοκαιρινό παραλίγο εφιάλτη με την καλοσύνη να επιβάλλεται στο τέλος. Ο πολυβραβευμένος, γεννημένος στη Μασσαλία σκηνοθέτης εμπνέεται από το ποίημα του Victor Hugo «Kαλοί που είν’ οι φτωχοί» και θίγει τις αξίες μιας κοινωνίας σε κρίση σε μια επίκαιρη και γεμάτη θετικά μηνύματα ταινία, ενώ μερικά σφηνάκια ελληνικότατου κονιάκ που καταναλώνονται στην ταινία μας κερνάνε μια ξεχασμένη, συγκινητική αλήθεια: οι ενωμένοι άνθρωποι, δεν είναι ποτέ νικημένοι .